Definify.com
Definition 2024
ηλιέλαιο
ηλιέλαιο
Greek
Noun
ηλιέλαιο • (iliélaio) n (plural ηλιέλαια)
Declension
declension of ηλιέλαιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλιέλαιο | ηλιέλαια |
genitive | ηλιελαίου | ηλιελαίων |
accusative | ηλιέλαιο | ηλιέλαια |
vocative | ηλιέλαιο | ηλιέλαια |