Definify.com
Definition 2024
ηλιοθεραπεία
ηλιοθεραπεία
Greek
Noun
ηλιοθεραπεία • (iliotherapeía) f (plural ηλιοθεραπείες)
Declension
declension of ηλιοθεραπεία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλιοθεραπεία | ηλιοθεραπείες |
genitive | ηλιοθεραπείας | ηλιοθεραπειών |
accusative | ηλιοθεραπεία | ηλιοθεραπείες |
vocative | ηλιοθεραπεία | ηλιοθεραπείες |