Definify.com
Definition 2024
ηλιοπληξία
ηλιοπληξία
Greek
Noun
ηλιοπληξία • (ilioplixía) f (plural ηλιοπληξίες)
Declension
declension of ηλιοπληξία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλιοπληξία | ηλιοπληξίες |
genitive | ηλιοπληξίας | ηλιοπληξιών |
accusative | ηλιοπληξία | ηλιοπληξίες |
vocative | ηλιοπληξία | ηλιοπληξίες |
Synonyms
- ηλίαση f (ilíasi)
See also
- υπερθερμία f (yperthermía, “hyperthermia”)
- θερμοπληξία f (thermoplixía, “heat stroke”)