Definify.com
Definition 2024
ηλιοτρόπιο
ηλιοτρόπιο
Greek
Noun
ηλιοτρόπιο • (iliotrópio) n (plural ηλιοτρόπια)
Declension
declension of ηλιοτρόπιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλιοτρόπιο | ηλιοτρόπια |
genitive | ηλιοτροπίου | ηλιοτροπίων |
accusative | ηλιοτρόπιο | ηλιοτρόπια |
vocative | ηλιοτρόπιο | ηλιοτρόπια |