Definify.com
Definition 2024
ημερολογιογράφος
ημερολογιογράφος
Greek
Noun
ημερολογιογράφος • (imerologiográfos) m, f (plural ημερολογιογράφοι)
- diarist (keeper of a diary/journal)
Declension
declension of ημερολογιογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημερολογιογράφος | ημερολογιογράφοι |
genitive | ημερολογιογράφου | ημερολογιογράφων |
accusative | ημερολογιογράφο | ημερολογιογράφους |
vocative | ημερολογιογράφε | ημερολογιογράφοι |