Definify.com
Definition 2024
ημερομηνία
ημερομηνία
Greek
Noun
ημερομηνία • (imerominía) f (plural ημερομήνιες)
- date (a specific day)
Declension
declension of ημερομηνία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημερομηνία | ημερομηνίες |
genitive | ημερομηνίας | ημερομηνιών |
accusative | ημερομηνία | ημερομηνίες |
vocative | ημερομηνία | ημερομηνίες |