Definify.com
Definition 2024
ημερονύχτιο
ημερονύχτιο
Greek
Noun
ημερονύχτιο • (imeronýchtio) n (plural ημερονύχτια)
- Alternative form of ημερονύκτιο (imeronýktio)
Declension
declension of ημερονύχτιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημερονύχτιο | ημερονύχτια |
genitive | ημερονυχτίου | ημερονυχτίων |
accusative | ημερονύχτιο | ημερονύχτια |
vocative | ημερονύχτιο | ημερονύχτια |