Definify.com
Definition 2024
ημιτόνιο
ημιτόνιο
Greek
Noun
ημιτόνιο • (imitónio) n (plural ημιτόνια)
Declension
declension of ημιτόνιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημιτόνιο | ημιτόνια |
genitive | ημιτονίου | ημιτονίων |
accusative | ημιτόνιο | ημιτόνια |
vocative | ημιτόνιο | ημιτόνια |
Related terms
- ημίτονο (imítono)