Definify.com
Definition 2024
ημιφορτηγό
ημιφορτηγό
Greek
Noun
ημιφορτηγό • (imifortigó) n (plural ημιφορτηγά)
Declension
declension of ημιφορτηγό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημιφορτηγό | ημιφορτηγά |
genitive | ημιφορτηγού | ημιφορτηγών |
accusative | ημιφορτηγό | ημιφορτηγά |
vocative | ημιφορτηγό | ημιφορτηγά |