Definify.com
Definition 2025
ηπειρωτικοί
ηπειρωτικοί
Greek
Adjective
ηπειρωτικοί • (ipeirotikoí)
- Nominative masculine plural form of ηπειρωτικός (ipeirotikós).
- Vocative masculine plural form of ηπειρωτικός (ipeirotikós).
ηπειρωτικοί • (ipeirotikoí)