Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ηράνθεμο
ηράνθεμο
Greek
Noun
ηράνθεμο
•
(
iránthemo
)
n
(
plural
ηράνθεμα
)
primula
Declension
declension of
ηράνθεμο
singular
plural
nominative
ηράνθεμο
ηράνθεμα
genitive
ηράνθεμου
ηράνθεμων
accusative
ηράνθεμο
ηράνθεμα
vocative
ηράνθεμο
ηράνθεμα
Coordinate terms
δακράκι
n
(
dakráki
,
“
primrose
”
)
Similar Results