Definify.com
Definition 2024
ηρεμιστικό
ηρεμιστικό
Greek
Noun
ηρεμιστικό • (iremistikó) n (plural ηρεμιστικά)
Declension
declension of ηρεμιστικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηρεμιστικό | ηρεμιστικά |
genitive | ηρεμιστικού | ηρεμιστικών |
accusative | ηρεμιστικό | ηρεμιστικά |
vocative | ηρεμιστικό | ηρεμιστικά |
Synonyms
- καταπραϋντικό n (katapraÿntikó)
Adjective
ηρεμιστικό • (iremistikó)
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of ηρεμιστικός (iremistikós).