Definify.com
Definition 2024
ηχόχρωμα
ηχόχρωμα
Greek
Noun
ηχόχρωμα • (ichóchroma) n (plural ηχοχρώματα)
Declension
declension of ηχόχρωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηχόχρωμα | ηχοχρώματα |
genitive | ηχοχρώματος | ηχοχρωμάτων |
accusative | ηχόχρωμα | ηχοχρώματα |
vocative | ηχόχρωμα | ηχοχρώματα |