Definify.com
Definition 2024
θέρετρο
θέρετρο
Greek
Noun
θέρετρο • (théretro) n (plural θέρετρα)
- resort
- ενα γοητευτικό θέρετρο στη θάλασσα
- a charming sea resort
- ενα γοητευτικό θέρετρο στη θάλασσα
- cottage, holiday accommodation
Declension
declension of θέρετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θέρετρο | θέρετρα |
genitive | θερέτρου | θερέτρων |
accusative | θέρετρο | θέρετρα |
vocative | θέρετρο | θέρετρα |