Definify.com

Definition 2024


θέρετρο

θέρετρο

Greek

Noun

θέρετρο (théretro) n (plural θέρετρα)

  1. resort
    ενα γοητευτικό θέρετρο στη θάλασσα
    a charming sea resort
  2. cottage, holiday accommodation

Declension