Definify.com
Definition 2024
θεμελιώδης_αλληλεπίδραση
θεμελιώδης αλληλεπίδραση
Greek
Noun
θεμελιώδης αλληλεπίδραση • (themeliódis allilepídrasi) f
Synonyms
- θεμελιώδης δύναμη (themeliódis dýnami)
See also
- Appendix:Greek fundamental interactions (physics)