Definify.com
Definition 2024
θερίζομαι
θερίζομαι
Greek
Verb
θερίζομαι • (therízomai) (simple past θερίστηκα, active form θερίζω, passive)
- passive of θερίζω (therízo)
θερίζομαι • (therízomai) (simple past θερίστηκα, active form θερίζω, passive)