Definify.com
Definition 2024
θερινό_ηλιοστάσιο
θερινό ηλιοστάσιο
Greek
Noun
θερινό ηλιοστάσιο • (therinó iliostásio) n (plural θερινά ηλιοστάσια)
Related terms
- see: ηλιοστάσιο n (iliostásio, “solstice”)
External links
- Ηλιοστάσιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el