Definify.com
Definition 2024
θεσσαλονικιώτικους
θεσσαλονικιώτικους
Greek
Adjective
θεσσαλονικιώτικους • (thessalonikiótikous)
- Accusative masculine plural form of θεσσαλονικιώτικος (thessalonikiótikos).
θεσσαλονικιώτικους • (thessalonikiótikous)