Definify.com
Definition 2024
θρόμβωση
θρόμβωση
Greek
Noun
θρόμβωση • (thrómvosi) f (plural θρομβώσεις)
Declension
declension of θρόμβωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θρόμβωση | θρομβώσεις |
genitive | θρόμβωσης / θρομβώσεως | θρομβώσεων |
accusative | θρόμβωση | θρομβώσεις |
vocative | θρόμβωση | θρομβώσεις |
Related terms
- θρόμβος m (thrómvos, “blood clot”)
External links
- θρόμβωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el