Definify.com
Definition 2025
ιδιοκτήτης
ιδιοκτήτης
Greek
Noun
ιδιοκτήτης • (idioktítis) m (plural ιδιοκτήτες, feminine ιδιοκτήτρια)
Declension
declension of ιδιοκτήτης
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ιδιοκτήτης | ιδιοκτήτες |
| genitive | ιδιοκτήτη | ιδιοκτητών |
| accusative | ιδιοκτήτη | ιδιοκτήτες |
| vocative | ιδιοκτήτη | ιδιοκτήτες |