Definify.com
Definition 2024
ιδιοκτησία
ιδιοκτησία
Greek
Noun
ιδιοκτησία • (idioktisía) f (plural ιδιοκτησίες)
Declension
declension of ιδιοκτησία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδιοκτησία | ιδιοκτησίες |
genitive | ιδιοκτησίας | ιδιοκτησιών |
accusative | ιδιοκτησία | ιδιοκτησίες |
vocative | ιδιοκτησία | ιδιοκτησίες |