Definify.com
Definition 2024
ιδιωματισμός
ιδιωματισμός
Greek
Noun
ιδιωματισμός • (idiomatismós) m (plural ιδιωματισμοί)
- (linguistics) idiom
- (linguistics) locution
- (figuratively) style (of design, fashion, etc)
Declension
declension of ιδιωματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδιωματισμός | ιδιωματισμοί |
genitive | ιδιωματισμού | ιδιωματισμών |
accusative | ιδιωματισμό | ιδιωματισμούς |
vocative | ιδιωματισμέ | ιδιωματισμοί |
Synonyms
- ιδίωμα (idíoma)
Related terms
- ιδιωματικός (idiomatikós, “idiomatic”)