Definify.com
Definition 2024
ιεραρχία
ιεραρχία
See also: ἱεραρχία
Greek
Noun
ιεραρχία • (ierarchía) f (plural ιεραρχίες)
Declension
declension of ιεραρχία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιεραρχία | ιεραρχίες |
genitive | ιεραρχίας | ιεραρχιών |
accusative | ιεραρχία | ιεραρχίες |
vocative | ιεραρχία | ιεραρχίες |