Definify.com
Definition 2025
ικανότητα
ικανότητα
Greek
Noun
ικανότητα • (ikanótita) f (plural ικανότητες)
Declension
declension of ικανότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ικανότητα | ικανότητες |
| genitive | ικανότητας | ικανοτήτων |
| accusative | ικανότητα | ικανότητες |
| vocative | ικανότητα | ικανότητες |