Definify.com
Definition 2024
ιματιοθήκη
ιματιοθήκη
Greek
Noun
ιματιοθήκη • (imatiothíki) f (plural ιματιοθήκες)
Declension
declension of ιματιοθήκη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιματιοθήκη | ιματιοθήκες |
genitive | ιματιοθήκης | ιματιοθηκών |
accusative | ιματιοθήκη | ιματιοθήκες |
vocative | ιματιοθήκη | ιματιοθήκες |