Definify.com
Definition 2024
ινσουλίνη
ινσουλίνη
Greek
Noun
ινσουλίνη • (insoulíni) f (plural ινσουλίνες)
- (biochemistry, medicine) insulin (hormone)
Declension
declension of ινσουλίνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ινσουλίνη | ινσουλίνες |
genitive | ινσουλίνης | ινσουλινών |
accusative | ινσουλίνη | ινσουλίνες |
vocative | ινσουλίνη | ινσουλίνες |