Definify.com

Definition 2024


ινστιτούτο_αισθητικής

ινστιτούτο αισθητικής

Greek

Noun

ινστιτούτο αισθητικής (institoúto aisthitikís) n (plural ινστιτούτα αισθητικής)

  1. beauty salon
  2. beauty parlour (UK), beauty parlor (US)

Declension

see: ινστιτούτο (institoúto) and αισθητική (aisthitikí)