Definify.com
Definition 2024
ινστιτούτο_αισθητικής
ινστιτούτο αισθητικής
Greek
Noun
ινστιτούτο αισθητικής • (institoúto aisthitikís) n (plural ινστιτούτα αισθητικής)
- beauty salon
- beauty parlour (UK), beauty parlor (US)
Declension
- see: ινστιτούτο (institoúto) and αισθητική (aisthitikí)