Definify.com
Definition 2024
ιριδίζουσες_πέστροφες
ιριδίζουσες πέστροφες
Greek
Noun
ιριδίζουσες πέστροφες • (iridízouses péstrofes) f
- Plural form of ιριδίζουσα πέστροφα (iridízousa péstrofa).
ιριδίζουσες πέστροφες • (iridízouses péstrofes) f