Definify.com
Definition 2024
ιρλανδικά_γαελικά
ιρλανδικά γαελικά
Greek
Noun
ιρλανδικά γαελικά • (irlandiká gaeliká) n pl
Synonyms
- ιρλανδικά (irlandiká)
Related terms
See also
- Ιρλανδική γλώσσα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
ιρλανδικά γαελικά • (irlandiká gaeliká) n pl