Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ισοζύγιο
ισοζύγιο
Greek
Noun
ισοζύγιο
•
(
isozýgio
)
n
(
plural
ισοζύγια
)
(
finance
)
balance
Declension
declension of
ισοζύγιο
singular
plural
nominative
ισοζύγιο
ισοζύγια
genitive
ισοζυγίου
ισοζυγίων
accusative
ισοζύγιο
ισοζύγια
vocative
ισοζύγιο
ισοζύγια
Synonyms
ισορροπία
f
(
isorropía
)
Similar Results