Definify.com
Definition 2024
ιστίο
ιστίο
Greek
Noun
ιστίο • (istío) n (plural ιστία)
Declension
declension of ιστίο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστίο | ιστία |
genitive | ιστίου | ιστίων |
accusative | ιστίο | ιστία |
vocative | ιστίο | ιστία |
Related terms
- see: ιστός m (istós, “mast”)