Definify.com
Definition 2024
ισταμίνη
ισταμίνη
Greek
Noun
ισταμίνη • (istamíni) f (plural ισταμίνες)
Declension
declension of ισταμίνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ισταμίνη | ισταμίνες |
genitive | ισταμίνης | ισταμίνων |
accusative | ισταμίνη | ισταμίνες |
vocative | ισταμίνη | ισταμίνες |
External links
- ισταμίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el