Definify.com
Definition 2024
ιστολόγιο
ιστολόγιο
Greek
Noun
ιστολόγιο • (istológio) n (plural ιστολόγια)
Declension
declension of ιστολόγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστολόγιο | ιστολόγια |
genitive | ιστολογίου | ιστολογίων |
accusative | ιστολόγιο | ιστολόγια |
vocative | ιστολόγιο | ιστολόγια |
External links
- ιστολόγιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el