Definify.com
Definition 2024
ιστορικά
ιστορικά
Greek
Noun
ιστορικά • (istoriká) n
- Nominative plural form of ιστορικό (istorikó).
- Accusative plural form of ιστορικό (istorikó).
- Vocative plural form of ιστορικό (istorikó).
ιστορικά • (istoriká) n