Definify.com
Definition 2024
ιστοχώρος
ιστοχώρος
Greek
Noun
ιστοχώρος • (istochóros) m (plural ιστοχώροι)
Declension
declension of ιστοχώρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστοχώρος | ιστοχώροι |
genitive | ιστοχώρου | ιστοχώρων |
accusative | ιστοχώρο | ιστοχώρους |
vocative | ιστοχώρε | ιστοχώροι |
Synonyms
- ιστότοπος m (istótopos)
Related terms
- ιστοσελίδα f (istoselída, “web page”)
External links
- Ιστότοπος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el