Definify.com
Definition 2024
ιστόγραμμα
ιστόγραμμα
Greek
Noun
ιστόγραμμα • (istógramma) n (plural ιστογράμματα)
- (statistics) histogram, frequency distribution
- (Internet) site map
Declension
declension of ιστόγραμμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστόγραμμα | ιστογράμματα |
genitive | ιστογράμματος | ιστογραμμάτων |
accusative | ιστόγραμμα | ιστογράμματα |
vocative | ιστόγραμμα | ιστογράμματα |