Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
κάθαρση
κάθαρση
Greek
Noun
κάθαρση
•
(
kátharsi
)
f
(
plural
καθάρσεις
)
catharsis
,
purging
,
purification
Declension
declension of
κάθαρση
singular
plural
nominative
κάθαρση
καθάρσεις
genitive
κάθαρσης
/
καθάρσεως
καθάρσεων
accusative
κάθαρση
καθάρσεις
vocative
κάθαρση
καθάρσεις
Related terms
see:
καθαρός
(
katharós
,
“
clean, pure
”
)
Similar Results