Definify.com

Definition 2024


κάστανο

κάστανο

See also: καστανό

Greek

Noun

κάστανο (kástano) n (plural κάστανα)

  1. chestnut (fruit of the tree)
Declension
Related terms
  • αγριοκαστανιά f (agriokastaniá, horse chestnut tree)
  • βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά (vgázo ta kástana apó ti fotiá)
  • δε χαρίζω κάστανα (de charízo kástana)
  • δεν τρέχει κάστανο (den tréchei kástano)
  • καστανιά f (kastaniá, chestnut tree)
External links