Definify.com
Definition 2024
κέντρο
κέντρο
Greek
Noun
κέντρο • (kéntro) n (plural κέντρα)
- centre (UK), center (US): the middle of something or somewhere
- κέντρο της πόλης (town centre)
- centre (building, institution, club, etc)
- κέντρο υγείας (health centre)
- κέντρο νεότητας (youth club)
- (geometry) centre
- (figuratively) centre (the focus or concentrated point)
- το κέντρο της πνευματικής ζωής (the focus of intellectual life)
Declension
declension of κέντρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κέντρο | κέντρα |
genitive | κέντρου | κέντρων |
accusative | κέντρο | κέντρα |
vocative | κέντρο | κέντρα |
Related terms
- κεντρικός (kentrikós, “central”)