Definify.com
Definition 2024
κέρατο
κέρατο
Greek
Noun
κέρατο • (kérato) n
- horn
- (colloquial) adultery
- (colloquial) protuberance
Declension
declension of κέρατο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κέρατο | κέρατα |
genitive | κεράτου | κεράτων |
accusative | κέρατο | κέρατα |
vocative | κέρατο | κέρατα |
Related terms
- κερατάκι (keratáki)
- κερατάς (keratás)
- κερατένιος (keraténios)
- κερατιάτικος (keratiátikos)
- κερατιάτικα (keratiátika)
- κερατίνη (keratíni)
- κεράτινος (kerátinos)
- κεράτωμα (kerátoma)
- κερατώνω (keratóno)
- το κέρατό μου (to kérató mou)
- τα κέρατά μου (ta kératá mou, “a lot”)