Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
καβαλέτο
καβαλέτο
Greek
Noun
καβαλέτο
•
(
kavaléto
)
n
(
plural
καβαλέτα
)
easel
Declension
declension of
καβαλέτο
singular
plural
nominative
καβαλέτο
καβαλέτα
genitive
καβαλέτου
καβαλέτων
accusative
καβαλέτο
καβαλέτα
vocative
καβαλέτο
καβαλέτα
Similar Results