Definify.com
Definition 2024
καθιστικό
καθιστικό
Greek
Noun
καθιστικό • (kathistikó) n (plural καθιστικά)
- sitting room, lounge
- (biology, marine) slow-moving, bottom dwelling sea organism
Declension
declension of καθιστικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καθιστικό | καθιστικά |
genitive | καθιστικού | καθιστικών |
accusative | καθιστικό | καθιστικά |
vocative | καθιστικό | καθιστικά |