Definify.com
Definition 2025
κακοφανισμός
κακοφανισμός
Greek
Noun
κακοφανισμός • (kakofanismós) m (plural κακοφανισμοί)
Declension
declension of κακοφανισμός
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | κακοφανισμός | κακοφανισμοί |
| genitive | κακοφανισμού | κακοφανισμών |
| accusative | κακοφανισμό | κακοφανισμούς |
| vocative | κακοφανισμέ | κακοφανισμοί |