Definify.com
Definition 2024
κακοφανισμός
κακοφανισμός
Greek
Noun
κακοφανισμός • (kakofanismós) m (plural κακοφανισμοί)
Declension
declension of κακοφανισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κακοφανισμός | κακοφανισμοί |
genitive | κακοφανισμού | κακοφανισμών |
accusative | κακοφανισμό | κακοφανισμούς |
vocative | κακοφανισμέ | κακοφανισμοί |