Definify.com
Definition 2024
καλαμίδι
καλαμίδι
Greek
Noun
καλαμίδι • (kalamídi) n (plural καλαμίδια)
Declension
declension of καλαμίδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλαμίδι | καλαμίδια |
genitive | καλαμιδιού | καλαμιδιών |
accusative | καλαμίδι | καλαμίδια |
vocative | καλαμίδι | καλαμίδια |
Related terms
- καλάμι n (kalámi, “reed, fishing rod”)