Definify.com
Definition 2025
καλαμιά
καλαμιά
See also: καλάμια
Greek
Noun
καλαμιά • (kalamiá) f (plural καλαμιές)
- reed (grass-like plant)
Declension
declension of καλαμιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλαμιά | καλαμιές |
genitive | καλαμιάς | καλαμιών |
accusative | καλαμιά | καλαμιές |
vocative | καλαμιά | καλαμιές |
Related terms
- καλαμιώνας (kalamiónas, “reed bed”)
- σαν την καλαμιά στον κάμπο (san tin kalamiá ston kámpo)
- see: κάλαμος m (kálamos, “pen, reed”)
External links
- καλαμιά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el