Definify.com
Definition 2024
καλαμποκόψωμο
καλαμποκόψωμο
Greek
Noun
καλαμποκόψωμο • (kalampokópsomo) n (plural καλαμποκόψωμα)
Declension
declension of καλαμποκόψωμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλαμποκόψωμο | καλαμποκόψωμα |
genitive | καλαμποκόψωμου | καλαμποκόψωμων |
accusative | καλαμποκόψωμο | καλαμποκόψωμα |
vocative | καλαμποκόψωμο | καλαμποκόψωμα |
Synonyms
- μπομπότα f (bompóta)
- καλαμποκίσιο ψωμί n (kalampokísio psomí)
Related terms
- see: καλαμπόκι n (kalampóki, “maize, sweet corn”)