Definify.com
Definition 2024
καλαφατικό
καλαφατικό
Greek
Noun
καλαφατικό • (kalafatikó) n (plural καλαφατικά)
Declension
declension of καλαφατικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλαφατικό | καλαφατικά |
genitive | καλαφατικού | καλαφατικών |
accusative | καλαφατικό | καλαφατικά |
vocative | καλαφατικό | καλαφατικά |
See also
- καλαφάτισμα n (kalafátisma, “caulking”)
External links
- Διάναξη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el