Definify.com
Definition 2024
καλλιέργεια
καλλιέργεια
Greek
Noun
καλλιέργεια • (kalliérgeia) f (plural καλλιέργειες)
- (biology, microbiology) culture
- κυττάρων μέσα καλλιέργειας
- cell culture media
- κυττάρων μέσα καλλιέργειας
- (figuratively) culture, cultivation
- Η καλλιέργεια των καλύτερων διεθνών σχέσεων.
- The cultivation of better international relations.
- Ένας σκοπός του μαθήματος είναι η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης.
- One aim of this course is the cultivation critical thought.
- Η καλλιέργεια των καλύτερων διεθνών σχέσεων.
- (horticulture) culture, cultivation
Declension
declension of καλλιέργεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλλιέργεια | καλλιέργειες |
genitive | καλλιέργειας | καλλιεργειών |
accusative | καλλιέργεια | καλλιέργειες |
vocative | καλλιέργεια | καλλιέργειες |
See also
- πολιτισμός m (politismós, “culture”) (of country, etc)
- κουλτούρα f (koultoúra, “culture”) (of the arts)