Definify.com
Definition 2024
καλώδιο
καλώδιο
Greek
Noun
καλώδιο • (kalódio) n (plural καλώδια)
- (electricity) cable, flex, cord
- (engineering) cable (used in construction of bridges, etc)
Declension
declension of καλώδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλώδιο | καλώδια |
genitive | καλώδιου | καλώδιων |
accusative | καλώδιο | καλώδια |
vocative | καλώδιο | καλώδια |
Related terms
- κάλως m (kálos, “cable, rope”)
- καλωδιακός (kalodiakós, “cable”, adj)
- καλωδιώνω (kalodióno, “to cable”)
- καλωδιωμένος (kalodioménos, “cabled”, adj)
- μπουζοκαλώδιο n (bouzokalódio, “spark plug lead”)
- ομοαξονικό καλώδιο n (omoaxonikó kalódio, “coaxial cable”)