Definify.com
Definition 2024
καμινάδα
καμινάδα
Greek
Noun
καμινάδα • (kamináda) f (plural καμινάδες)
Declension
declension of καμινάδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καμινάδα | καμινάδες |
genitive | καμινάδας | καμινάδων |
accusative | καμινάδα | καμινάδες |
vocative | καμινάδα | καμινάδες |
See also
- φουγάρο n (fougáro, “smokestack”)
- τσιμινιέρα n (tsiminiéra, “funnel”)
- καπνοδόχος n (kapnodóchos, “smokestack, chimney, funnel”)
External links
- Καπνοδόχος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el